ΚΙΝΗΜΑΤΟΘΕΤΑΡΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟΥ
ΣΑΒΒΑΤΟ, 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 2008, 7 Μ.Μ.
Σήμερα τιμάμε έναν ακόμα εκλεκτό ερασιτέχνη του Αναγνωστηρίου με πλούσια θητεία όχι μόνο στο ερασιτεχνικό θέατρο αλλά γενικότερα στον τοπικό λαϊκό πολιτισμό, τον Προκόπη Κουτσκουδή. Γεννήθηκε στην Αγιάσο στις 23 Σεπτεμβρίου 1927. Ήταν γιος του Ευστρατίου Προκοπίου Κουτσκουδή και της Ευστρατίας το γένος Γεωργίου Γζουντέλλη.
Γαλουχήθηκε σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον που είχε ιδιαίτερες επιδόσεις στο λαϊκό πολιτισμό και μοιραία μπολιάστηκε με την αγάπη και την έφεση σ’ αυτόν. Ο πατέρας του Στρατής και ο θείος του Παναγιώτης σαν καλλίφωνοι της παρέας ήταν από τους πρώτους αρχινιστάδες στις πατινάδες της Αποκριάς, ήδη από την εποχή της τουρκοκρατίας στη Λέσβο. Όπως μαρτυρεί ο Στρατής Αναστασέλης, «Οι παραπάνω μας δώσανε με την κορμοστασιά, τη λεβεντιά και το τραγούδι τους, τις εικόνες εκείνες που κρατάμε στη μνήμη μας από τα παιδικά μας χρόνια». Εκτός από το τραγούδι όμως, πρωταγωνιστούσαν και στην αναβίωση παλιών εθίμων που πλέον έχουν εκλείψει, όπως αυτού της καμήλας. Συνέβαλαν δε ιδιαίτερα στη διάσωση πολλών στοιχείων της προφορικής λαογραφικής μας παράδοσης.
Ο Προκόπης πήγε μέχρι την τέταρτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου και μετά φοίτησε στο οκτατάξιο Αστικό Σχολείο που ήταν συνέχεια του Ημιγυμνασίου Αγιάσου, το οποίο καταργήθηκε με το Ν.Δ. της 10-3-1936 (ΦΕΚ 127/11-3-1936). Όταν όμως φοιτούσε στη δεύτερη τάξη του, κηρύχτηκε ο πόλεμος και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο.
Ήδη από την προπολεμική περίοδο, όπως και πολλοί άλλοι νέοι της εποχής του, μπαίνει στους κόλπους του Αναγνωστηρίου και παρακολουθεί με ενδιαφέρον τη δραστηριότητά του. Κείνα τα χρόνια το Αναγνωστήριο ήταν ένα μεγάλο σχολείο για τους νεολαίους και η αποκλειστική διέξοδός τους για δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου τους και για ψυχαγωγία. Μετά την απελευθέρωση το Αναγνωστήριο στεγάζεται στο καφενείο «Καφενταρία» και ο Προκόπης μετέχει στη χορωδία που οργανώνει ο αείμνηστος δάσκαλος Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης και η οποία παίρνει μέρος σε θρησκευτικές κυρίως εκδηλώσεις ψάλλοντας εκκλησιαστικούς ύμνους.
Όταν πέρασαν τα δύσκολα εμφυλιοπολεμικά χρόνια και ομαλοποιήθηκε η κατάσταση, το Αναγνωστήριο επανιδρύεται το 1952, στεγάζεται στον Παλιό Ξενώνα της Παναγίας, στα «Χάνια», και αναπτύσσει σημαντική, πολιτιστική κυρίως, δράση, με αιχμή του δόρατος το ερασιτεχνικό θέατρο που ήδη είχε παράδοση δεκαετιών στην Αγιάσο. Την ίδια χρονιά ο Προκόπης απολύεται από το στρατό και παίρνει μάχιμη θέση στο μετερίζι του λαϊκού πολιτισμού. Η γενιά του χτίζει μεταπολεμικά μια αξεπέραστη καλλιτεχνική παράδοση, ιδίως στο θέατρο, παρουσιάζοντας πλήθος έργων του ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου. Κορυφαίο επίτευγμά της το ανέβασμα της οπερέτας, ενός θεατρικού είδους με ιδιαίτερες απαιτήσεις, που συνιστούσε πραγματικό καλλιτεχνικό άθλο για ένα επαρχιακό σωματείο. Μαζί με την παρέα του όλο το χρόνο μελετούν τα θεατρικά βιβλία που στέλνονται στη βιβλιοθήκη του Αναγνωστηρίου και παρακολουθούν ανελλιπώς από το ραδιόφωνο το θέατρο της Τετάρτης και της Κυριακής. Έτσι, παίρνουν ιδέες και επιλέγουν από κοινού κάθε φορά ποιο έργο θα ανεβάσουν στη σκηνή.
Η πολυαγαπημένη τετράπρακτη δραματική ηθογραφία του Χριστόφα Κανιμά «Τι να τα κάνω τα καλά», που πρωτοπαρουσιάστηκε στις 17 Ιουλίου 1933 στη Μυτιλήνη από τον Ερασιτεχνικό Όμιλο Αγιάσου, ανεβαίνει στις 25 Ιουλίου 1954 και στο θερινό κινηματογράφο «Όασις» κοντά στον Κήπο της Παναγίας, με σκηνοθεσία Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη. Ο Προκόπης είναι ένας εκ των πρωταγωνιστών της. Η παράσταση επαναλήφτηκε στις 13 Αυγούστου στην Αγιάσο και στις 21 και 22 του ίδιου μήνα στον ανοιχτό χώρο του Γυμνασίου Μυτιλήνης με την ευκαιρία της Γ΄ Εμποροπανηγύρεως (Εκθέσεως).
Στις 18 και 19 Δεκεμβρίου 1955 παίζει στο δραματικό ειδύλλιο του Δημήτρη Κορομηλά «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» που παρουσιάζεται για μια ακόμα φορά από τη σκηνή του κινηματοθεάτρου «Όλυμπος» με σκηνοθεσία του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη. Η παράσταση επαναλαμβάνεται στις 11 Αυγούστου του 1956 στο δημοτικό κέντρο της Καρυάς.
Για πρώτη φορά το 1956 το καλλιτεχνικό τμήμα του Αναγνωστηρίου τολμά ν’ ανεβάσει στη σκηνή μουσικό έργο. Είναι το τρίπρακτο κωμειδύλλιο του Δημήτρη Κορομηλά «Η Τύχη της Μαρούλας» που αποτελεί σταθμό στην εξέλιξη του νεοελληνικού θεάτρου.
Πραγματικός άθλος θεωρήθηκε το ανέβασμά του στις 11 Μαρτίου 1956. Με σκηνοθεσία των Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και Γιάννη Αλεντά, σκηνικά Πάνου Πασχαλιά, μουσική διδασκαλία και επιμέλεια Πάνου Πράτσου. Η παράσταση επαναλαμβάνεται στις 29 Ιουλίου 1956 στο δημοτικό κέντρο της Καρυάς.
Στις 17 Μαρτίου 1957 ο Προκόπης παίζει στην κωμωδία του Σπύρου Μελά «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται», που ανεβαίνει με σκηνοθεσία των Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και Γιάννη Αλεντά. Στις 24 του ίδιου μήνα δίνεται η παράσταση στο Σανατόριο και στις 4 Αυγούστου στο υπαίθριο κινηματοθέατρο «Όασις», δίπλα στον Κήπο της Παναγίας.
Παράλληλα με την καλλιτεχνική του παρουσία, την περίοδο αυτή διατελεί για τρεις συνεχόμενες θητείες μέλος του Δ.Σ. του Αναγνωστηρίου επί προεδρίας Πάνου Πράτσου και συγκεκριμένα: σύμβουλος από 22-7-1957 μέχρι και 10-11-1957 και ταμίας από 10-11-1957 μέχρι 21-7-1958 και από 21-7-1958 μέχρι και 17-8-1959.
Στις 26 Ιανουαρίου 1958 παίζει το ρόλο του Όσβαλντ στο περίφημο τρίπρακτο δράμα του Ερρίκου Ίψεν «Οι βρικόλακες», το ανέβασμα του οποίου θεωρήθηκε δίκαια ένα νέο κατόρθωμα των Αναγνωστηριακών. Το βάρος της σοβαρής αυτής προσπάθειας ανέλαβαν εκλεκτοί ερασιτέχνες του σωματείου, συνεπικουρούμενοι από την καθηγήτρια φιλολογίας του τότε Γυμνασιακού Παραρτήματος Αγιάσου κ. Ειρήνη Πλυτά. Τη σκηνοθεσία είχε αναλάβει ο Γιάννης Αλεντάς και τα σκηνικά ο Χαράλαμπος Πανταζής.
Για πρώτη φορά το Αναγνωστήριο ανεβάζει οπερέτα στις 16 Μαρτίου 1958, σημειώνοντας εξαιρετική επιτυχία με το δίπρακτο έργο των Κατριβάνου – Οικονομίδη «Το άνθος του γιαλού». Η σκηνοθεσία ήταν του Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, η σκηνογραφία του Χαράλαμπου Πανταζή και η μουσική επιμέλεια των Χαρίλαου Ρόδανου και Στρατή Ψύρρα. Η παράσταση επαναλήφτηκε μια βδομάδα αργότερα και στον Πολιχνίτο για την προικοδότηση των απόρων κορασίδων της Βασιλικής Χωροφυλακής.
Το 1960 το Αναγνωστήριο ανεβάζει στη σκηνή το έργο του Φράνσις Γκούντριτς – Άλμπερτ Χάκετ «Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ» μεταφρασμένο από το Μάριο Πλωρίτη. Τη διδασκαλία του έργου ανέλαβε ο Γιάννης Αλεντάς και ο Γιώργος Χαμχούμης, επίτιμο μέλος του Αναγνωστηρίου, και τα σκηνικά ο Χαράλαμπος Πανταζής. Η πρώτη παράσταση δίνεται στην Αγιάσο στις 24 Ιανουαρίου 1960 και ακολουθούν δυο παραστάσεις στο κινηματοθέατρο «Αρίων» της Μυτιλήνης, στις 12 Φεβρουαρίου και στις 21 Νοεμβρίου 1960, στο πλαίσιο του πανελλήνιου γιορτασμού της «Εβδομάδος Θεάτρου» προς ενίσχυση του Ταμείου Κρατικών Υποτροφιών Λέσβου. Τη βραδινή παράσταση παρακολούθησε, μεταξύ άλλων επωνύμων, και η ηθοποιός Έλσα Βεργή. Οι κριτικές για άλλη μια φορά είναι εξαιρετικές λόγω της μεγάλης επιτυχίας που σημειώνουν οι παραστάσεις, παρά τις δυσκολίες του έργου.
Με αξιόλογη επιτυχία στέφεται και το ανέβασμα του γνωστού τρίπρακτου έργου του Ούγγρου συγγραφέα Λαντισλάους Φοντόρ «Τόπο στα νιάτα», που ανεβαίνει στη σκηνή στις 15 Μαΐου 1960 για την ενίσχυση του έργου της ανακαίνισης του ναΐσκου Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Καστέλι. Τη σκηνοθεσία είχε αναλάβει ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης και τα σκηνικά ο Χαράλαμπος Πανταζής. Το έργο επαναλαμβάνεται στις 4 Ιουνίου 1960 στο κινηματοθέατρο «Αρίων» της Μυτιλήνης με τόση επιτυχία που ο γνωστός δημοσιογράφος Τέρπανδρος Αναστασιάδης γράφει στο «Δημοκράτη» της 7ης Ιουνίου 1960: «Εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι ότι η Αγιάσος είναι φαίνεται ανεξάντλητη σε ταλέντα θεατρικά. Φυτρώνουν και ξεπετιούνται καθημερινά σαν τις ανεμώνες από το έδαφός της. Πρόκειται για ράτσα καλλιτεχνών που απλώνει τις ρίζες της σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα. Κανένας φόβος να εξαντληθούν τα ριζώματα. Δυσκολία δεν θα παρουσιασθεί ποτέ από την έλλειψη ταλέντων, αλλά από την επιλογή των καλυτέρων, ανάμεσα στα πολλά και καλά». Και λίγο παρακάτω σημείωνε «η λεσβιακή Ιερουσαλήμ του ιερού προσκυνήματος θα γίνει Ιερουσαλήμ και του θεατρικού προσκυνήματος… Ράτσα ξέχωρη είναι οι Αγιασώτες πάνω στο νησί…».
Ιδιαίτερη επιτυχία σημειώνει και η δραματική οπερέτα «Θαλασσινές αγάπες» της Αθηνάς Σημηριώτη (στίχοι Πατρινού – μουσική Γ. Πομόνη), που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Αγιάσο στις 7 Μαΐου 1961 και στην οποία παίζει και ο Προκόπης.
Ακολουθούν παραστάσεις στον Πολιχνίτο και στη Θερμή, για την ενίσχυση της Ιεράς Μονής των νεοφανών Αγίων Ραφαήλ και Νικολάου. Τη διδασκαλία της μουσικής είχε αναλάβει ο Πάνος Πράτσος, τη διδασκαλία της πρόζας ο Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης και τα σκηνικά ο Χαράλαμπος Πανταζής.
Οι αρχές της δεκαετίας του ’70 σημαδεύονται από τη μαζική μετανάστευση και την αστυφιλία. Τότε είναι που ο Προκόπης σκέφτεται να μεταναστεύσει στην Αφρική σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Όμως το 1963 η ιδιωτική επιχείρηση ηλεκτροφωτισμού της Βάνας Αλαμανέλη εξαγοράζεται από τη ΔΕΗ, η οποία εγκαθιστά καινούρια μηχανήματα στην Ηλεκτρομηχανή και αρχίζει τη σταδιακή αντικατάσταση του δικτύου ηλεκτροφωτισμού στην ευρύτερη περιοχή της Αγιάσου. Τότε ανοίγει η αγορά εργασίας και ο Προκόπης αποφασίζει να μείνει στη γενέτειρά του, δουλεύοντας ως ηλεκτρολόγος εγκαταστάτης και έχοντας κάνει για μια περίοδο εταιρικό με τον αδερφό του Παναγιώτη και το Μιχάλη Χριστοφαρή. Η εξασφάλιση του επιούσιου απαιτεί όμως πολύωρη ημερήσια απασχόληση, πράγμα που δεν του επιτρέπει πλέον να πρωταγωνιστεί στις πολιτιστικές δραστηριότητες του Αναγνωστηρίου.
Το 1966 παντρεύεται τη Μαριάνθη κόρη του Χαράλαμπου Δούκαρου και από το γάμο του αποκτά τους γιους του Ευστράτιο, το 1967, δάσκαλο, και Χαράλαμπο, το 1968, υπάλληλο ΔΕΗ. Με την προσθήκη των οικογενειακών βαρών ο ελεύθερος χρόνος συμπιέζεται ακόμα περισσότερο.
Παρόλα αυτά, ο Προκόπης είναι πάντα πρόθυμος να προσφέρει χείρα βοηθείας στις θεατρικές παραστάσεις, δίνοντας λύσεις στις ηλεκτρολογικές και άλλες σκηνικές απαιτήσεις των έργων. Όπως στις 12, 13 και 14 Ιουλίου 1964 που γίνονται τρεις παραστάσεις του πασίγνωστου τρίπρακτου έργου του Αλέξανδρου Κασόνα «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» σε μετάφραση Ιουλίας Ιατρίδη, σκηνοθεσία Γιάννη Αλεντά και σκηνικά Χαράλαμπου Πανταζή.
Όπως τον Αύγουστο του 1964, που παρουσιάζεται στην Αγιάσο αλλά και στη Μυτιλήνη για τα θύματα των τουρκικών βομβαρδισμών στην Κύπρο, η τρίπρακτη κωμωδία του Δημήτρη Ψαθά «Μικροί Φαρισαίοι» με σκηνοθεσία Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και σκηνικά Χαράλαμπου Πανταζή.
Όπως στις 8 και 9 Αυγούστου 1965 που παίζεται για μια ακόμα φορά η ηθογραφία του Χριστόφα Κανιμά «Τι να τα κάνω τα καλά» με σκηνοθεσία Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη και σκηνικά Χαράλαμπου Πανταζή.
Όπως το 1967 που ανεβαίνει για τελευταία φορά στην αίθουσα του νέου κτιρίου του Αναγνωστηρίου «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» προς τιμή του Ξενοφώντα Καραπαναγιώτη.
Όπως και το 1968 που παρουσιάζεται η τρίπρακτη κωμωδία του Δημήτρη Ψαθά «Εξοχικόν Κέντρον Ο ΕΡΩΣ» για τους σεισμοπαθείς της Λήμνου και του Αγίου Ευστρατίου, με σκηνοθεσία Γιάννη Αλεντά και σκηνικά Χαράλαμπου Πανταζή. Τότε είναι υπεύθυνος σκηνικών μαζί με τους Γιώργο Λιάκατο, Δημήτρη Καμαρό, Νίκο Τσεσμελή, Στρατή Τζανή και Μιχάλη Πράτσο.
Στις 11 Απριλίου 1976 γίνονται τα εγκαίνια λειτουργίας του κινηματογράφου του Αναγνωστηρίου και αναλαμβάνει τις προβολές των ταινιών με την παλιά κινηματογραφική μηχανή που σήμερα πλέον αποτελεί κειμήλιο και φυλάσσεται στο Λαογραφικό μας Μουσείο. Μάλιστα ταξιδεύει μέχρι την Αθήνα, για να δώσει εξετάσεις και να πάρει την άδεια του βοηθού χειριστή κινηματογράφου από το Υπουργείο Βιομηχανίας.
Οι κινηματογραφικές προβολές συνεχίζονται για μια περίπου δεκαετία, αλλά όταν εμφανίζεται στην αγορά η τεχνολογία του βίντεο οι ταινίες χάνουν την ανταγωνιστικότητά τους και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αρχίζουν πλέον να γίνονται ολοένα και πιο ασύμφορες οικονομικά, τελικά διακόπτονται.
Παράλληλα, εγκαταλείπει και τις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις και ανήμερα της ονομαστικής του γιορτής, στις 8 Ιουλίου 1977, αρχίζει να εργάζεται ως εισπράκτορας στο ΚΤΕΛ Λέσβου, αφού ήδη από το 1967 είναι κάτοχος του μισού ενός υπεραστικού λεωφορείου. Το 1993 συνταξιοδοτείται από το ΙΚΑ.
Στις 12 Αυγούστου 1994 και στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων για τα εκατόχρονα του Αναγνωστηρίου ανεβαίνει στο κινηματοθέατρό του η επιθεώρηση του Αντώνη Μηνά «Γεια σου Αγιάσου» με τη χορηγία του Εθνικού Ιδρύματος Νεότητας. Ο Προκόπης μαζί με το Γιάννη Ανδρικού ήταν υπεύθυνοι φωτισμού.
Στις 7 Αυγούστου 1996 κάνει πρεμιέρα η νέα επιθεώρηση του Αντώνη Μηνά «Γιοκ Αιγαίου» με σκηνοθεσία Μαρίας Αϊβαλιώτου, σκηνογραφία Προκόπη Τσομπανέλλη, Μυρσίνης Τουρβαλή και Τάσου Χατζηγιάννη και σκηνικά των Παναγιώτη Ραφαήλ Σουσαμλή και Τάκη Καμπουρέλλη. Ο Προκόπης πρωταγωνιστεί στο μονόπρακτο «Εδώ Σύνταγμα». Είναι επίσης υπεύθυνος φωτισμών με το Γιάννη Ανδρικού.
Το 1998 παίζει στο σκετς «Ζαμπνιές» του Στρατή Πολυδώρου Αναστασέλη, το οποίο είχε πρωτοπαιχτεί το 1957 για το ιατρικό συνέδριο που γινόταν τότε στη Μυτιλήνη και είχε επαναληφθεί το 1982 και το 1990.
Μια άλλη σημαντική πτυχή της ερασιτεχνικής του δραστηριότητας είναι και η ενασχόλησή του με τον τοπικό αθλητισμό. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας είναι μέλος ομάδων ποδοσφαίρου και βόλεϋ. Όταν απολύεται απ’ το Στρατό παίρνει τη θέση του Δημήτρη Κουρουβακάλη κάτω από τα δοκάρια της ποδοσφαιρικής ομάδας του «Ολύμπου».
Υπερασπίζεται για αρκετά χρόνια ως τερματοφύλακας την εστία του μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Την περίοδο αυτή διατελεί επίσης και μέλος του Δ.Σ. του σωματείου. Την εποχή αυτή ο «Όλυμπος», εκτός από τις καθαρά αγωνιστικές του υποχρεώσεις, ανεβάζει με αξιομνημόνευτη επιτυχία και αρκετά θεατρικά έργα, με σκηνοθεσία του αξέχαστου Ηλία Μακρέλλη ή Ψυρκούδη, για την οικονομική ενίσχυση του σωματείου.
Όπως το δράμα «Ο ένοχος» του Ριχάρδου Φος το 1952, την κωμωδία του Δημήτρη Ψαθά «Φον Δημητράκης» το 1954, το δράμα του Ευάγγελου Παπασταματίου ή Βέγγελη «Κρυφή Πίστις» το 1955 στο οποίο παίζει ο Προκόπης, το τρίπρακτο κωμειδύλλιο του Δημήτρη Κόκκου «Η λύρα του γερο-Νικόλα» το 1956, το έργο του Ευάγγελου Παπασταματίου «Χριστίνα η Καρδερίνα» το 1957 στο οποίο επίσης παίζει ο Προκόπης, και το τρίπρακτο έργο του Πολύβιου Δημητρακόπουλου «Ο κουρσάρος» το 1958.
Από τα πρώρα χρόνια της έκδοσής του μέχρι σήμερα ο Προκόπης συνεργάζεται τακτικά με το περιοδικό «Αγιάσος» που εκδίδει ο Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών της Αθήνας, στέλνοντας κυρίως σημειώματα στη μόνιμη στήλη «Τα πθίτκα μας» και καταγράφοντας πολλές ευτράπελες ιστορίες της καθημερινής ζωής του χωριού μας και των παλιών αμίμητων χωρατατζήδων.
Ο Προκόπης Κουτσκουδής πρόσφερε πάρα πολλά στον τόπο μας και στον πολιτισμό του. Είναι χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της γενιάς του, της γενιάς δηλαδή των πατεράδων και των μανάδων μας, που απόχτησε τα πρώτα βιώματά της στα δύσκολα χρόνια του μεσοπόλεμου, της γενιάς που βίωσε τη φρίκη της κατοχής και την αντάρα του εμφυλίου, της γενιάς που σκορπίστηκε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα από τη μανιασμένη θύελλα της εξωτερικής και εσωτερικής μετανάστευσης, της γενιάς που μολαταύτα επιβίωσε απ’ τις φουρτούνες του εικοστού αιώνα και βρήκε το κουράγιο ανάμεσα στ’ άλλα να χτίσει την αξεπέραστη πολιτιστική μας παράδοση, αυτή που αναγκάζει όλους τους άλλους να βαφτίζουν την Αγιάσο «μάνα του λεσβιακού λαϊκού πολιτισμού», αυτή που καλούμαστε σήμερα εμείς οι νεότεροι να σηκώσουμε στις πλάτες μας και να την πλουτίσουμε ακόμα περισσότερο, τιμώντας έτσι αυτούς τους απλούς ανθρώπους του λαού μας που με το ξεχείλισμα της ψυχής τους τη δημιούργησαν, τη γαλούχησαν και τη γιγάντωσαν.
ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ