Ο Αντώνης Μηνάς έφυγε χτες βράδυ για το ανεπίστροφο ταξίδι, αφήνοντας στους νεότερους σκυταλοδρόμους της παράδοσης και του λαϊκού μας πολιτισμού μια τεράστια παρακαταθήκη. Το Αναγνωστήριο Αγιάσου εξέδωσε σχετικό ψήφισμα, αμέσως μετά το άγγελμα του θανάτου του.
Αναρτούμε ένα βιογραφικό του σημείωμα που έγραψε ο Γιάννης Χατζηβασιλείου (Αντώνη Μηνά. ΘΕΑΤΡΙΚΑ. Α΄ τόμος. Έκδοση του Αναγνωστηρίου Αγιάσου. Επιμέλεια Γιάννη Χατζηβασιλείου. Αθήνα 2006.)
ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΗΝΑΣ
Σκυταλοδρόμος του λεσβιακού λαϊκού θεάτρου
Ο Αντώνης Μηνάς αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση για τα λεσβιακά πολιτιστικά δρώμενα. Είναι στιχουργός, σατιρογράφος, καρνάβαλος, εκφωνητής, ηθογράφος, επιθεωρησιογράφος, ερασιτέχνης ηθοποιός. Γεννημένος στην Αγιάσο τη χρονιά που εκδηλώθηκε η φασιστική ιταλική ιταμότητα, ακούμπησε την ανηλικιότητά του στην Κατοχή, στον Εμφύλιο και στα πιεστικά οικογενειακά προβλήματα, και δεν του δόθηκε η ευκαιρία να φοιτήσει σε μεγάλα σχολεία, ν’ ακούσει φωτισμένους τρανούς δασκάλους και ν’ αποχτήσει τίτλους σπονδών. Είναι γέννημα της φωτιάς, που εδώ και μισό περίπου αιώνα καίει και κορώνει εντός του.
Το ανελαστικό εκπαιδευτικό σύστημα έφραξε το δρόμο σ’ ένα ταλαντούχο παιδί, αμέσως μετά το ξεσκόλισμά του από το Β’ Δημοτικό Σχολείο της γενέτειράς του, το λεγόμενο Μπουτζαλιώτικο. Η πονεμένη μητέρα του Βασιλική, θυγατέρα του φιλόπονου πριονιστή Ευστρατίου Καραγιάννη ή Πιτσούλη, φαμελίτη με οχτώ κορίτσια κι έναν άτυχο λιγοζώητο γιο, τον Παναγιώτη, αναγκάστηκε να στείλει το μοναχοπαίδι της σε ραφτάδικο, όπου έμαθε την τέχνη, που με επιδεξιότητα ασκεί ως τις μέρες μας. Η ψιλοδουλειά της ραφτικής φαίνεται πως έχει κοινά σημεία με την τέχνη του λόγου. «Ραφτάκι μ’ ήθελε άλλοτες η τύχη», ομολογεί σε ποίημά του ο χρυσικός της λογοτεχνίας μας Γεώργιος Βιζυηνός. Ράφτης υπήρξε και ο Όμηρος Σουσαμλής, ο ευαίσθητος ποιητής της Αγιάσου.
Το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» Αγιάσου, σωματείο που η πολυσχιδής δράση του αριθμεί έντεκα δεκαετίες, στάθηκε για τον Αντώνη Μηνά από το 1955 το δεύτερο σχολείο. Εδώ κάλυψε κενά που του άφησε η εξάχρονη πρωτοβάθμια εκπαίδευση της περίσσιας αγάπης, αλλά παράλληλα και του αυταρχισμού και της βέργας. Άνοιξε ο πνευματικός του ορίζοντας, εκλεπτύνθηκε ο εσωτερικός του κόσμος, μέστωσε με τον καιρό ο στοχασμός του, δυνάμωσε η διάθεση της προσφοράς και συνεργάστηκαν αρμονικά ο νους και ο κάλαμος για τη δημιουργία, για τον άσωστο πολυετή αμητό.
Ο Αντώνης Μηνάς, όντας γνήσιο παιδί της επαρχίας, απείραχτο από την πλησμονή της λογιοσύνης, ζυμώθηκε με τους απλούς ανθρώπους και έμαθε τα ήθη, τα έθιμα, τις ασχολίες τους, καθώς και την ντοπιολαλιά τους, που ανήκει στα λεγόμενα βόρεια ιδιώματα και που παρουσιάζει ιδιαίτερο γλωσσικό ενδιαφέρον. Αγάπησε με πάθος το λαϊκό πολιτισμό στην αυθεντική του έκφραση και αξιοποίησε πλήθος στοιχείων του στο σατιρικό και θεατρικό του λόγο, συγκαταλεγόμενος επάξια στους θεματοφύλακες της λεσβιακής παράδοσης, η οποία δυστυχώς τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει σοβαρά ρήγματα.
Παρακινημένος από το θεατροκαρναβαλικό οργασμό της χτεσινής Αγιάσου, καθώς και από το παράδειγμα των προδρόμων του, Στρατή Παπανικόλα, Χριστόφα Κανιμά, Στρατή Αναστασέλη, Γιάννη Χατζηνικολάου και άλλων, οι οποίοι κινήθηκαν στον ευρύτερο λεσβιακό χώρο, έκανε τον πρώτο δειλό βηματισμό στη σκηνή τον Αναγνωστηρίου ως ηθογράφος. Έγραψε την πεντάπρακτη ηθογραφία «Σα δεν τιριάζ’, δε σ’μπιθιριάζ’», η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1974 και σημείωσε επιτυχία. Ακολούθησαν οι ηθογραφίες «Τα σόγια», «Ωραία Μπουτζαλιά μου», «Κρίμας του μπαξίσ’», «Τα μη χειρότιρα», «Γ’ ισότητα» και «Τα σ’μμαζώματα».
Ο Αντώνης Μηνάς ηθογράφησε με πειστικότητα την Αγιάσο του παρελθόντος αλλά και τον παρόντος, που συχνά πυκνά αλληλοσυγκρούονται. Συγκίνησε βαθιά, απεικονίζοντας με γνώση τα ήθη και τα έθιμα, αλλά δεν του ήταν μπορετό να προχωρήσει σε άλλο θεατρικό είδος, πολύ πιο ευρύ και πολύ πιο πρόσφορο από την ηθογραφία. Η ηθογραφία, συνδεόμενη άμεσα με το νατουραλισμό, λειτουργεί μονόπλευρα και περιορισμένα. Αρκείται στην απεικόνιση της παρωχημένης πραγματικότητας, στην απλή αντιγραφή της φυσικότητας, αλλά δε στοχεύει στα ουσιώδη ανθρώπινα προβλήματα, τα οποία περιμένουν τη λύση τους. Η ρηχότητά της, η πλεονάζουσα αισθηματικότητά της, ο ανεδαφικός στις μέρες μας ρομαντισμός της, σε συνδυασμό με τη βελτίωση του αισθητικού κριτηρίου του κοινού, περιθωριοποίησαν το θεατρικό αυτό είδος σε πανελλήνια κλίμακα πριν από πάρα πολλά χρόνια.
Τελευταία ο Αντώνης Μηνάς ασχολείται αποκλειστικά με την επιθεώρηση, στην οποία κάποτε είναι έντονα και τα ηθογραφικά στοιχεία, κατάλοιπο πολύχρονης προγενέστερης ενασχόλησης. Η πρώτη επιθεώρηση, με τίτλο «Γεια σου, Αγιάσου!» παρουσιάστηκε το 1994, με την ευκαιρία των εορταστικών εκδηλώσεων για τα Εκατοντάχρονα τον Αναγνωστηρίου. Ακολούθησαν οι επιθεωρήσεις «Γιοκ Ιγαίου», «Γη Σαπφώ μας», «Λέσβος, όμορφο νησί» και «Ολυμπιάδα… πίσω έχει την ουρά».
Εκτός από τις ηθογραφίες και τις επιθεωρήσεις υπάρχει και ένα ανάδελφο τρίπρακτο ιστορικοθρησκευτικό έργο τον Αντώνη Μηνά, τιτλοφορούμενο «Αγία Σιών», με το οποίο το Αναγνωστήριο συμμετείχε στη Δωδέκατη Συνάντηση Ερασιτεχνικών Θιάσων Αιγαίου (Πάτμος 2-12.9.1999).
Ο Αντώνης Μηνάς πρόσφερε πολλές υπηρεσίες στον τόπο τον ως θεατρικός συγγραφέας και όχι μόνο. Βοήθησε στη συνέχεια της καλλιτεχνικής παράδοσης με έργα που αγγίζουν τις ευαίσθητες χορδές της λαϊκότητας του κοινού. Αξιοποίησε το αγιασώτικο ιδίωμα, αποθησαυρίζοντας αυθεντικό γλωσσικό υλικό, όπως έκαναν και άλλοι πριν από αυτόν. Απεικόνισε με υπεύθυνο τρόπο το παρελθόν μιας άλλοτε κλειστής κοινωνίας, πλούσιας σε στοιχεία εθιμικής και φιλολογικής λαογραφίας, τα οποία σήμερα μεταλλάχτηκαν σε μικρό ή σε μεγάλο βαθμό. Ανάδειξε τη σατιρική διάθεση των νησιωτών, κρικελώνοντας το θέατρο με το καρναβάλι. Παρουσίασε πτυχές του λαϊκού πολιτισμού όχι μόνο στη Λέσβο αλλά και έξω από αυτή, ακόμη και στη μακρινή Αυστραλία, όπου δόθηκαν παραστάσεις. Εξακολουθεί να κεντρίζει το ενδιαφέρον της μαθητιώσας νεολαίας πολλών χωριών του νησιού, η οποία αρέσκεται στο να παρουσιάζει έργα του, χαρακτηριστικά νούμερα-σκετς. Άσκησε πολλούς ερασιτέχνες ηθοποιούς στην παρουσίαση ηθογραφιών και επιθεωρήσεων, εμπλουτίζοντας την υποκριτική τους αξιοσύνη και όχι μόνο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ